- κεῖμ'
- κεῖμαι , κεῖμαιAër.pres ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
έτσι — (Μ ἔτσι και διαλεκτ. τ. ἔτσε, ἔτσου, ἔτις, ἴτις, ἴτσι, ἴτσου) επίρρ. 1. κατ αυτό τον τρόπο, τοιουτοτρόπως, με τον ίδιο τρόπο (α. «δεν έπρεπε να φερθείς έτσι» β. «έτσι θέλω κι έτσι κάνω» γ. «έτσι τ αποφάσισε τής ερωτιάς η κρίση», Ερωτόκρ.) 2. (για … Dictionary of Greek
Juwele, die — Die Juwēle, plur. die n, ein geschliffener Edelstein, und in weiterer Bedeutung ehedem auch alles, was man jetzt unter dem Nahmen des Geschmeides zu verstehen pflegt. Mit Juwelen geschmückt. Am häufigsten verstehet man unter diesem Ausdrucke wohl … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
κανθήλιο — το (Α κανθήλιον) νεοελλ. ναυτ. το στέγασμα που προφυλάσσει το πάνω από την επιφάνεια τής θάλασσας τμήμα τών παλαιών τροχήλατων ατμοπλοίων, κν. φούσκα. αρχ. 1. σαμάρι υποζυγίου 2. αρχιτ. μικρό δοκάρι τής στέγης προσαρμοσμένο πλάγια στην κύρια δοκό … Dictionary of Greek
κειμήλιος — ο (ΑΜ κειμήλιος, ον) το ουδ. ως ουσ. το κειμήλιο(ν) πολύτιμο αντικείμενο που φυλάγεται ως ενθύμιο νεοελλ. μσν. το ουδ. ως ουσ. καθετί που έχει μεγάλη ιστορική, ηθική, καλλιτεχνική ή συναισθηματική αξία («κειμήλια τής Επανάστασης τού 1821) αρχ. 1 … Dictionary of Greek
κοιμάμαι — και κοιμούμαι (Α κοιμῶ, άω, Μ κοιμοῡμαι και κοιμῶμαι) 1. βρίσκομαι σε κατάσταση ύπνου, πέφτω σε ύπνο 2. πλαγιάζω για ύπνο 3. συνεκδ. πεθαίνω, κείτομαι νεκρός 4. μτφ. αδιαφορώ, απρακτώ, εφησυχάζω, αδρανώ («το κράτος κοιμάται») 5. έρχομαι σε… … Dictionary of Greek
περίβασις — εως, ἡ, Α [περιβαίνω] 1. το βάδισμα γύρω γύρω, η πορεία σε κύκλο 2. περιστροφή, περιφορά, περίοδος, γύρος («οὐρανοῡ ταχύτητα τὴν περὶ ταῡτα περίβασιν», Ερμητ. Κείμ.) 3. (κυρίως για επίδεσμο) το μέρος ενός πράγματος το οποίο περιβάλλει κάτι… … Dictionary of Greek